χαραμάδες

χαραμάδες
les escletxes

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακαλαφάτιστος — η, ο [καλαφατίζω] 1. εκείνος που δεν τού έχουν κλείσει τις χαραμάδες με στουπί, πίσσα, ή ρετσίνι «καΐκι ακαλαφάτιστο» 2. όποιος δεν μπορεί να επισκευαστεί με καλαφάτισμα 3. (μτφ. με άσεμνη σημασία) απέραστος, αγάμητος …   Dictionary of Greek

  • καλαφάτης — I Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ E’ (1041 42). Βλ. λ. Μιχαήλ. Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. II Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Πλοιοκτήτης και πλοίαρχος. Καταγόταν από τα Ψαρά και ήταν γιος πρόκριτου του νησιού. Πήρε… …   Dictionary of Greek

  • καλαφατίζω — (Μ καλαφατίζω) [καλαφάτης] φράζω με στουπί ή πίσσα τις χαραμάδες μεταξύ τών σανίδων ή τα ρήγματα πλοίου ή βαρελιού, επισκευάζω πλοίο ή βαρέλι νεοελλ. μτφ. συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική μίξη, οχεύω …   Dictionary of Greek

  • κλειθριώδης — κλειθριώδης, ῶδες (Α) [κλειθρίον] γεμάτος ρωγμές, χαραμάδες …   Dictionary of Greek

  • διαβρέκτες — Ουσίες που συγκεντρώνονται στην επιφάνεια του υγρού μέσα στο οποίο διαλύονται και προκαλούν ελάττωση της επιφανειακής του τάσης, με αποτέλεσμα να γίνεται δυνατή η αύξηση της επιφάνειας του συστήματος με μικρή κατανάλωση ενέργειας. Για παράδειγμα …   Dictionary of Greek

  • ξανθουσίδες — (Xanthusidae). Οικογένεια ερπετών. Πρόκειται για νυχτόβιες σαύρες, που ζουν στις νοτιοδυτικές περιοχές των ΗΠΑ στο Μεξικό, στην Κεντρική Αμερική και στην Κούβα. Το μεγαλύτερο μήκος τους φτάνει τα 15 εκ. Η κόρη του ματιού τους είναι κατακόρυφη,… …   Dictionary of Greek

  • διεισδύω — διείσδυσα 1. διαπερνώ κάτι: Διεισδύει πολύ κρύο από τις χαραμάδες της πόρτας. 2. χώνομαι κάπου, εισχωρώ: Η ρίζα του φυτού χρειάζεται να διεισδύσει βαθιά στο χώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”